ῥυτίδες

ῥυτίδες
ῥυτίς
pucker
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρυτίδες — οι, Ν βοτ. άλλη ονομασία τής οικογένειας ρουτίδες, που ανήκει στην τάξη ρουτώδη …   Dictionary of Greek

  • ρακώδης — –ες / ῥακώδης, ῶδες, ΝΜΑ [ῥάκος] γεμάτος ράκη, κουρελιασμένος («χιτωνίσκος ῥακώδης», Δίων Κάσσ.) αρχ. γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος («ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ σῶμα ῥακῶδες», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • αζάρωτος — η, ο [ζαρώνω] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ζάρες, ρυτίδες, ο αρυτίδωτος 2. ατσαλάκωτος 3. άκαμπτος, αλύγιστος 4. απείραχτος, αναλλοίωτος (λέγεται για την έγκυο γυναίκα, τής οποίας η μήτρα μένει στην κανονική της θέση) …   Dictionary of Greek

  • αρρυτίδωτος — η, ο (AM ἀρρυτίδωτος, ον) [ρυτιδώ ( όω)] αυτός που δεν έχει ρυτίδες …   Dictionary of Greek

  • ασταφίδιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σταφιδιάσει, δηλαδή δεν έχει ωριμάσει τόσο ώστε να ξεραθεί («τσαμπί ασταφίδιαστο», «βύσσινα ασταφίδιαστα») 2. (για ανθρώπους) εκείνος που δεν έχει πολλές ρυτίδες …   Dictionary of Greek

  • αυλακιάζω — 1. ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι ή τον κασμά 2. κάνω να σχηματιστούν αυλάκια, ρυτίδες («τον αυλάκιασε η δυστυχία») …   Dictionary of Greek

  • αυλακώνω — 1. ανοίγω αυλάκια στο έδαφος ή δημιουργώ αυλακιές σε οποιαδήποτε επιφάνεια 2. (για υγρά) διασχίζω ή διατρέχω μια επιφάνεια σχηματίζοντας αυλάκια 3. φρ. (για τα πλοία) «αυλακώνω τις θάλασσες» διασχίζω τις θάλασσες, ταξιδεύω 4. σχηματίζω αυλάκια,… …   Dictionary of Greek

  • γεραιόφλοιος — γεραιόφλοιος, ον (Α) (για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες …   Dictionary of Greek

  • γράπις — ( ιδος), η (Α) 1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί 2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια τής ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. τού γράπτης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”